προφέρω

προφέρω
ΝΜΑ, και προφέρνω Ν
εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ.
γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.)
μσν.-αρχ.
φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ... πάντα εἰς τὸν κόσμον προφέρειν», Μεθόδ.
β. «μέγα προφέρειν εἰς τὸ κτήσασθαι δύναμιν», Θουκ.)
αρχ.
1. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον, προσφέρω (α. «προενέγκας τὴν ἐπιστολήν», πάπ.
β. «ὡς ὄρνις... νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακα», Ομ. Ιλ.)
2. προβάλλω ή εκτοξεύω κατηγορίες εναντίον κάποιου (α. «προφέρειν σοι Μηδείης τὴν ἁρπαγήν», Ηρόδ.
β. «μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ.)
3. αναφέρω, μνημονεύω («μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν», Θουκ.)
4. προβάλλω την εξουσία κάποιου, αναφέρω ως επιχείρημα ή ως δικαιολογία (α. «προφέρειν τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν», Αριστοτ.
β. «προφέρων Ἄρτεμιν», Αισχύλ.)
5. (για μαντείο) αναθέτω σε κάποιον ως έργο («τὴν Πυθίην προφέρειν σφι τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῡν», Ηρόδ.)
6. παρουσιάζω, επιδεικνύω («ἄγε δὴ πρόφερε κρατερὸν μένος», Ομ. Ιλ.)
7. εξάγω, βγάζω από κάπου («ἐκ τοῡ ἀγαθοῡ θησαυροῡ τῆς καρδίας αὐτοῡ προφέρει τὸ ἀγαθόν», ΚΔ)
8. αναρπάζω, αρπάζω κάτι και τό μεταφέρω μακριά (α. «θάνατος προφέρων σώματα τέκνων», Ευρ.
β. «προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο θύελλα ἤ εἰς ὄρος ἤ εἰς κῡμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.)
9. κινώ, φέρω προς τα εμπρός («πρόφερε πόδα σὸν ἐπὶ πλάτας Ἀχαιῶν», Ευρ.)
10. προάγω, βοηθώ («ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῡ, προφέρει δὲ καὶ ἔργου», Ησίοδ.)
11. υπερέχω, ξεπερνώ κάποιον άλλο ή όλους τους άλλους ή τα άλλα (α. «δόξας ἔργα πολὺ προφέρει», Σιμων.
β. «πλούτῳ καὶ ἐξουσίᾳ ὀλίγον προφέρετε», Θουκ.)
12. φέρνω, τοποθετώ κάτι μπροστά σε κάποιον («προφέρω λύχνον τινὶ», Δίων Κάσσ.)
13. γεννώ παιδιά
14. φρ. α) «προφέρω εἰς μέσον» ή «προφέρω εἰς τὸ μέσον» — δημοσιεύω, γνωστοποιώ
β) «προφέρω ποιήματα» — απαγγέλλω
γ) «προφέρω ἔριδα» — αμιλλώμαι, ανταγωνίζομαι
δ) «προφέρω πόλεμον» — πολεμώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προφέρω — bring before pres subj act 1st sg προφέρω bring before pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφέρω — προφέρω, πρόφερα βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προφέρω — και προφέρνω πρόφερα 1. λέω λέξεις ή φθόγγους: Δεν μπορεί να προφέρει το ρ. 2. ξεστομίζω: Μόλις συνήλθε πρόφερε μια λέξη, αλλά δεν την καταλάβαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφέρεσθε — προφέρω bring before pres imperat mp 2nd pl προφέρω bring before pres ind mp 2nd pl προφέρω bring before imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφέρετε — προφέρω bring before pres imperat act 2nd pl προφέρω bring before pres ind act 2nd pl προφέρω bring before imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφέρῃ — προφέρω bring before pres subj mp 2nd sg προφέρω bring before pres ind mp 2nd sg προφέρω bring before pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφερομένων — προφέρω bring before pres part mp fem gen pl προφέρω bring before pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφερόμεθα — προφέρω bring before pres ind mp 1st pl προφέρω bring before imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφερόμενον — προφέρω bring before pres part mp masc acc sg προφέρω bring before pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφερόντων — προφέρω bring before pres part act masc/neut gen pl προφέρω bring before pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”